Πώς η Dacia καταφέρνει να προσφέρει τόσο φθηνά αυτοκίνητα: Το μυστικό της επιτυχίας μέσα από τα μάτια του Denis Le Vot

Η Dacia αποτελεί ένα από τα πιο εντυπωσιακά παραδείγματα επιτυχίας στην ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία – όχι χάρη στην πολυτέλεια, αλλά στην εξαιρετική της ικανότητα να προσφέρει το απαραίτητο, σε τιμές που οι ανταγωνιστές δυσκολεύονται να πλησιάσουν. Πίσω από αυτή τη στρατηγική βρίσκεται ο Denis Le Vot, ο CEO της Dacia και ίσως ένας από τους πιο ρεαλιστές και εφευρετικούς ηγέτες της εποχής μας.
Ο Le Vot, μηχανικός στο επάγγελμα, έχει περάσει μεγάλο μέρος της καριέρας του μέσα στο σύμπαν Renault-Nissan, έχοντας περάσει από αγορές όπως η Τουρκία, η Ρωσία, οι ΗΠΑ και το Βέλγιο, ενώ διετέλεσε και μέλος του ΔΣ της AvtoVAZ. Η εμπειρία του στον σκληρό πυρήνα της αυτοκινητικής «realpolitik» είναι αυτή που τον καθιστά ιδανικό για τη Dacia – μια μάρκα που έχει μάθει να αποσπά κέρδη ακόμα και από το ελάχιστο.
Στην πρόσφατη παρουσίαση του Bigster στην Προβηγκία, ο Le Vot δεν μίλησε για οδική συμπεριφορά ή ανάρτηση. Αντιθέτως, επικεντρώθηκε σε κάτι πιο σημαντικό: πώς καταφέρνει η Dacia να χρεώνει τόσο λίγο. Το Bigster ξεκινά από τις 25.000 λίρες Αγγλίας, ποσό εντυπωσιακά χαμηλό αν λάβει κανείς υπόψη τον εξοπλισμό του. Μοιάζει σαν η Aston Martin να πουλάει το Vantage στην τιμή μιας BMW M4. Η στρατηγική είναι ξεκάθαρη: το αυτοκίνητο δεν είναι μόνο προσιτό αλλά και ελκυστικό σχεδιαστικά, με αποτέλεσμα να προβλέπεται… αιματοχυσία στην κατηγορία των C-SUV.
Η προσέγγιση της Dacia βασίζεται σε τρεις άξονες. Πρώτον, στην αρχή της αρθρωτής (modular) σχεδίασης. Αν εξαιρέσουμε το μικρό ηλεκτρικό Spring, όλα τα μοντέλα της μάρκας μοιράζονται σχεδόν την ίδια πλατφόρμα μέχρι τη μεσαία κολόνα. Όπως λέει ο Le Vot, χρειάστηκαν δύο χρόνια και 3.000 μηχανικοί για να μετατραπεί το Renault Clio σε Sandero, αλλά μόλις 5 λίρες για να γίνει το Sandero… Jogger. Το πέρασμα στο Duster απαίτησε λίγες περισσότερες επεμβάσεις – κυρίως ενισχυμένα μαρσπιέ και μεγαλύτερη απόσταση από το έδαφος – ενώ το Bigster προέκυψε με μία μόνη ουσιαστική διαφορά: επιμήκυνση των μπροστινών κολόνων κατά 50 χιλιοστά.
Ο δεύτερος άξονας αφορά τη σχολαστική γνώση του τι πραγματικά θέλει ο πελάτης. Η Dacia δεν προχωρά σε αχρείαστες προσθήκες. Όπως εξηγεί ο Le Vot, η αγορά-κλειδί είναι η Γερμανία, καθώς οι απαιτήσεις των Γερμανών καταναλωτών επηρεάζουν όλη την ευρωπαϊκή στρατηγική. Αν για παράδειγμα το αυτοκίνητο δεν έχει αυτόματο κλιματισμό, απορρίπτεται άμεσα. Αν όμως δεν διαθέτει θερμαινόμενα καθίσματα ή επιπλέον USB θύρες, κανείς δεν θα το θεωρήσει πρόβλημα. Έτσι, το Bigster απέκτησε διζωνικό κλιματισμό και ηλεκτρική πέμπτη πόρτα – όχι από πολυτέλεια, αλλά γιατί ήταν απαραίτητα για την αγορά στόχο.
Ο τρίτος και πιο ιδιαίτερος πυλώνας της φιλοσοφίας Dacia είναι η «σχεδίαση βάσει κόστους» – και όχι το αντίστροφο, όπως κάνουν οι περισσότεροι κατασκευαστές. Αντί να σχεδιάζουν πρώτα το αυτοκίνητο και μετά να προσπαθούν να περιορίσουν το κόστος προμηθειών, η Dacia ορίζει από την αρχή την τιμή-στόχο (π.χ. €25.000 για το απλό Bigster και €30.000 για το υβριδικό), διασπά το κόστος στα επιμέρους εξαρτήματα και επιβάλει το ανώτατο κόστος ανά στοιχείο. Αν, για παράδειγμα, μια προμηθεύτρια εταιρεία δεν μπορεί να κατασκευάσει ένα τμήμα με κόστος €45, τότε το εξάρτημα αυτό απλώς… δεν φτιάχνεται.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ηλεκτρική πέμπτη πόρτα του Bigster. Οι Γερμανοί την απαιτούσαν, επομένως έπρεπε να βρεθεί λύση. Η Dacia κατέληξε σε ένα υβριδικό σύστημα: μία μπουκάλα είναι ηλεκτρική, η άλλη υδραυλική. Το αποτέλεσμα; Φθηνό, λειτουργικό και επαρκές. Ακριβώς όπως κάθε Dacia.
Ο Denis Le Vot δεν πουλάει ψευδαισθήσεις. Προσφέρει αυτό που ο κόσμος χρειάζεται, χωρίς υπερβολές, και έχει καταφέρει να μετατρέψει τη Dacia από ένα «brand φθηνών αυτοκινήτων» σε μια από τις πιο επιτυχημένες και κερδοφόρες μάρκες της Ευρώπης. Και το κυριότερο; Χωρίς ποτέ να ξεχάσει τον σκοπό της.

Δείτε και αυτά