Γρίπη και Αντιγριπικός εμβολιασμός

Σε επαγρύπνηση  βρίσκονται όλοι οι υγειονομικοί φορείς λόγω της μεγάλης αύξησης, ιδιαίτερα τις τελευταίες μέρες,  των κρουσμάτων από γρίπη Α (H3N2 ή «υποκλάδος Κ»), που πλέον έχει γίνει περισσότερο γνωστή ως «σούπερ γρίπη» λόγω της έντασης των συμπτωμάτων που μπορεί να προξενήσει.

Δεν πρόκειται για νέο ιό κυρίως όσον αφορά την έγκαιρη αναγνώριση των συμπτωμάτων και την πρόληψη, ιδιαίτερα στις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, καθώς η νόσηση μπορεί να αποδειχθεί πιο επιβαρυντική σε σχέση με άλλες μορφές εποχικής γρίπης.

Η λοίμωξη από τη νέα παραλλαγή της γρίπης χαρακτηρίζεται συνήθως από απότομη εμφάνιση συμπτωμάτων, που συχνά είναι πιο βαριά και καθηλωτικά σε σύγκριση με το κοινό κρυολόγημα.

Προκαλεί  έντονη αδιαθεσία που εμφανίζεται μέσα σε λίγες ώρες, με τα πιο συχνά συμπτώματα να περιλαμβάνουν υψηλό πυρετό, συχνά πάνω από 38°C, ρίγη και έντονη εφίδρωση, σοβαρή κόπωση και αίσθημα εξάντλησης που μπορεί να διαρκέσει αρκετές ημέρες, μυϊκούς και αρθρικούς πόνους, δυνατό πονοκέφαλο, ξηρό και επίμονο βήχα, πονόλαιμο και καταρροή.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, κυρίως στα παιδιά, μπορεί να εμφανιστούν και γαστρεντερικά συμπτώματα, όπως ναυτία, έμετος ή διάρροια.

Για τους περισσότερους, τα συμπτώματα υποχωρούν σταδιακά με ξεκούραση, καλή ενυδάτωση και υποστηρικτική αγωγή. Ωστόσο, σε ηλικιωμένους, άτομα με καρδιοαναπνευστικά νοσήματα, διαβήτη ή εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα, ο H3N2 μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές επιπλοκές, όπως πνευμονία, αφυδάτωση ή επιδείνωση χρόνιων παθήσεων, καθιστώντας απαραίτητη την ιατρική παρακολούθηση.

Ααπαιτείται αυξημένη προσοχή όταν ο πυρετός επιμένει για περισσότερες από τρεις ημέρες, όταν εμφανίζεται δυσκολία στην αναπνοή, έντονη αδυναμία, σύγχυση ή πόνος στο στήθος.Σε αυτές τις περιπτώσεις, η έγκαιρη προσέλευση σε γιατρό μπορεί να αποτρέψει σοβαρότερες εξελίξεις και να οδηγήσει σε πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση.

Εξίσου σημαντικά είναι και τα καθημερινά μέτρα ατομικής προστασίας, τα οποία συμβάλλουν καθοριστικά στον περιορισμό της μετάδοσης του ιού. Συστήνεται συχνό και σχολαστικό πλύσιμο των χεριών, αποφυγή στενής επαφής με άτομα που εμφανίζουν συμπτώματα γρίπης και τήρηση βασικών κανόνων αναπνευστικής υγιεινής. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην κάλυψη του στόματος και της μύτης κατά τον βήχα ή το φτέρνισμα, στον καλό αερισμό των κλειστών χώρων και στην παραμονή στο σπίτι όταν εμφανίζονται συμπτώματα, ώστε να περιορίζεται η διασπορά του ιού και να προστατεύεται το κοινωνικό σύνολο.

Βασικό προληπτικό μέτρο παραμένει ο έγκαιρος αντιγριπικός εμβολιασμός: Φέτος ειδικά κυκλοφορεί και η ενδορυνική μορφή του εμβολίου, που συνιστάται κατά προτεραιότητα στην ηλικία των 2 έως 5 ετών, πέρα από τις κλασσικές μορφές εμβολίου.

 

Ο ετήσιος εμβολιασμός συνιστάται ιδιαίτερα για τις παρακάτω ομάδες υψηλού κινδύνου:

·       Άτομα ≥60 ετών

·       Άτομα με χρόνια νοσήματα, όπως:

·       Καρδιοπάθειες

·       Πνευμονοπάθειες (ΧΑΠ, άσθμα)

·       Σακχαρώδης διαβήτης

·       Νεφρική ή ηπατική νόσος

·       Ανοσοκαταστολή (λόγω φαρμάκων ή νόσου)

·       Έγκυες γυναίκες

·       Παιδιά >6 μηνών με χρόνια προβλήματα υγείας

·       Επαγγελματίες υγείας

·       Άτομα που φροντίζουν βρέφη, ηλικιωμένους ή ανοσοκατεσταλμένους

·       Ένοικοι και προσωπικό ιδρυμάτων μακροχρόνιας φροντίδας

Ο εμβολιασμός γίνεται μία φορά τον χρόνο (σε παιδιά κάτω των 9 ετών γίνονται 2 δόσεις όταν πρωτοεμβολιαζονται), κατά προτίμηση από Οκτώβριο έως Δεκέμβριο, πριν από την έξαρση της γρίπης.

Η ανοσία αναπτύσσεται περίπου 2 εβδομάδες μετά τον εμβολιασμό και διαρκεί 6–12 μήνες.

Δεν πρέπει να γίνεται το εμβόλιο σε:

·       Άτομα με σοβαρή αλλεργία σε προηγούμενη δόση ή σε συστατικά του εμβολίου (π.χ. σε πρωτεΐνες αυγού, ανάλογα με το εμβόλιο).

·       Άτομα με οξεία εμπύρετη νόσο (αναβάλλεται έως την ανάρρωση).

Οι παρενέργειες είναι συνήθως ήπιες και παροδικές:

·       Πόνος, ερυθρότητα ή πρήξιμο στο σημείο του εμβολιασμού

·       Ήπιος πυρετός ή κακουχία

·       Σπάνια, αλλεργική αντίδραση.

Όσον αφορά τα οφέλη, ο εμβολιασμός μειώνει την πιθανότητα  νόσησης από γρίπη, μειώνει την ένταση των συμπτωμάτων σε περίπτωση νόσησης, προστατεύει τις ευπαθείς ομάδες ενώ παράλληλα μειώνει την πιθανότητα επιπλοκών  (π.χ. πνευμονία, νοσηλεία, θάνατο).

Το ενδορυνικό εμβόλιο (LAIV) με ζώντες εξασθενημένους ιούς:

• Αναμένεται να συμβάλει στην καλύτερη αποδοχή του εμβολιασμού στα παιδιά λόγω της οδού χορήγησής του.

• Έχει ικανοποιητικό προφίλ ασφάλειας, αλλά λόγω των εξασθενημένων ιών που περιέχει η χορήγηση του αντενδείκνυται σε παιδιά που έχουν εμφανίσει υποτροπιάζοντα επεισόδια συριγμού τους τελευταίους 12 μήνες ή ιστορικό βρογχικού άσθματος, σε εκείνα με ανοσοκαταστολή (κληρονομική ή επίκτητη) ή σε παιδιά που λαμβάνουν μακροχρόνια αγωγή με ασπιρίνη.

• Σε παιδιά 2 έως 5 ετών που διαβιούν με άτομα με σοβαρή ανοσοκαταστολή συνιστάται ο εμβολιασμός με αδρανοποιημένο αντιγριπικό εμβόλιο και όχι με LAIV.

Σε κάθε περίπτωση, μόνον ο παιδίατρος για τα παιδιά μέχρι 16 χρονών ή ο θεράπων γιατρός για τους άνω των 16 είναι ο επιστημονικά υπεύθυνος για την επιλογή του είδους του εμβολίου, τον αριθμό των δόσεων, την οδό χορήγησης, αλλά και την εκτέλεση του εμβολιασμού.

Συνιστούμε, τόσο στους επαγγελματίες υγείας όσο και στους συμπολίτες μας, την πιστή εφαρμογή της αναλυτικής εγκυκλίου που κυκλοφόρησε πρόσφατα από το υπ.Υγείας.

Δείτε και αυτά